- νομιναλιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νομιναλισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομιναλιστικός — ή, ό [νομιναλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομιναλισμό ή στον νομιναλιστή … Dictionary of Greek
ονοματοκρατικός — ή, ό [ονοματοκρατία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματοκρατία, νομιναλιστικός … Dictionary of Greek